ζωοθηρικος

ζωοθηρικος
    ζῳοθηρικός
    ζῳο-θηρικός
    3
    звероловный, охотничий Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζωοθηρικος" в других словарях:

  • ζωοθηρικός — ζῳοθηρικός, ή, όν (Α) [ζωοθηρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοθηρία, ο κατάλληλος για τη ζωοθηρία 2. το θηλ. ως ουσ. η ζῳοθηρική (ενν. τέχνη) η ζωοθηρία …   Dictionary of Greek

  • ζωοθηρικόν — ζωοθηρικός of masc acc sg ζωοθηρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοθηρικόν — ζῳοθηρικός masc acc sg ζῳοθηρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοθηρικοῦ — ζῳοθηρικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοθηρικῆς — ζῳοθηρικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοθηρικήν — ζῳοθηρικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»